ὑπερβασία

ὑπερβασία
ὑπερβᾰσ-ία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A passover, given as equiv. to Πάσχα, J.AJ 2.14.6: but commonly,
II metaph., transgression, trespass,

ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107

;

τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206

;

τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.Ant. 605

(lyr.): pl., Il.23.589
, Od.22.168, Hes.Op.828.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερβασία — ὑπερβασίᾱ , ὑπερβασία passover fem nom/voc/acc dual ὑπερβασίᾱ , ὑπερβασία passover fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβασίᾳ — ὑπερβασίαι , ὑπερβασία passover fem nom/voc pl ὑπερβασίᾱͅ , ὑπερβασία passover fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβασία — η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α [ὑπερβατός] η καθ ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου μσν. αρχ. (στους Εβραίους) η γιορτή τού Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς… …   Dictionary of Greek

  • υπερβασία — η υπέρβαση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβασίας — ὑπερβασίᾱς , ὑπερβασία passover fem acc pl ὑπερβασίᾱς , ὑπερβασία passover fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβασίαι — ὑπερβασία passover fem nom/voc pl ὑπερβασίᾱͅ , ὑπερβασία passover fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβασίαν — ὑπερβασίᾱν , ὑπερβασία passover fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβασίη — ὑπερβασία passover fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβασίην — ὑπερβασία passover fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβασίης — ὑπερβασία passover fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβασίῃ — ὑπερβασία passover fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”